- τσίκλα
- και τσίχλα, η, Ν(τροφ. τεχνολ.) προϊόν που παράγεται από τον γαλακτώδη χυμό φυτού τού γένους αχράς και από παρόμοιες ελαστικές ουσίες με την προσθήκη ζάχαρης ή άλλων γλυκαντικών ουσιών και το οποίο μασιέται για τη γεύση και το άρωμά του.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. chicle < ισπ. chicle < chictli / tzictli, λ. τής γλώσσας Νάχουατλ].
Dictionary of Greek. 2013.